- κυμινότριβος
- κυμινότριβος, -ον (Α)αυτός που τρίβεται με κύμινο για να πάρει από αυτό άρωμα και γεύση.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + -τριβος (< τριβή), πρβλ. ά-τριβος, παρά-τριβος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυμινοτρίβοις — κυμινότριβος rubbed with cummin to flavour it masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)